Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Απόφαση σταθμός της Ελληνικής Δικαιοσύνης κατά της Philip Morris , όσον αφορά το νέο δίκτυο Διανομής Καπνικών

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΣΧΕΔΙΟ
ΣΥΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ 9 ΑΙΤΗΣΕΩΝ (αριθ. πινακίων 3,4, 5,6,7,25,27,28,29)+
προφορικές πρόσθετες παρεμβάσεις
ΔΙΑΔΙΚΟΙ Ν. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ EE κλπ - ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ
API Θ ΑΙΤΗΣΕΩΝ Α) 623/2013 Β) 625/2013 Γ) 626/2013 Δ) 627/2013
EJ630/2013 ΣΤ)1663/2013 Ζ)1755/2013 Η) ΚΛΗΣΗ 1804/2013 ΑΙΤΗΣΗ
860/2013, Θ) ΚΛΗΣΗ 1805/2013 ΑΙΤΗΣΗ 858/2013
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ 14-5-2013
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ε ΤΣΙΤΣΙΟΥ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν προς εκδίκαση οι με αριθμό
κατάθεσης Α) 623/2013 Β) 625/2013 Γ) «26/2013 Δ) 627/2013 Ε)630/2013
ΣΤ)1663/2013 Ζ)1755/2013 Η) 860/2013, 0) 858/2013 αιτήσεις, από τις οποίες
οι υπό στοιχ., Η και 0 νόμιμα επαναφέρονται με τις με αριθμό κατάθεσης
1804/2013 και 1805/2013 κλήσεις των αιτούντων και ήδη καλούντων, ύστερα
από τη ματαίωση της συζήτησής τους κατά τη δικάσιμο της 23-4-2013, οι οποίες
πρέπει να συνεκδικασθούν διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται
στην ίδια διαδικασία και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (246 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 18α του ν. 146/1914 που αποδίδει την προγενέστερη
ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 2α του ν. 703/1977, απαγορεύεται η
καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης
οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτές μία επιχείρηση η
οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο
είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η
καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να
συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή
διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή
μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι μια
συμπεριφορά επιχειρήσεως υπάγεται στην απαγόρευση της διατάξεως αυτής
όταν υπάρχει σχέοη οικονομικής εξαρτήσεως και κατάχρηση της σχέσεως αυτής
(πρβλ, ΕΑ 11/1995, 19/1996, 35/1996,49/1997, 89/1997, 20/11/1998,100/1998,
111/1998, 124/1998, 91/11/1999, 144/11/2000, 166/11/2000). Σύμφωνα με τα
παραπάνω και τη διάταξη που παρατέθηκε απαγορεύονται επιχειρηματικές
συμπεριφορές, οι οποίες προέρχονται από επιχειρήσεις που δεν έχουν κατ%
ανάγκη δεσπόζουσα θέση στην αγορά και απευθύνονται σε πελάτες ή
προμηθευτές τους που βρίσκονται σε σχέση οικονομικής εξάρτησης από αυτές,
που δεν έχουν ισοδύναμη εναλλακτική λύση, με την έννοια είτε ότι δεν τους
παρέχεται τέτοια λύση ή ότι αυτή που τους παρέχεται δεν προσφέρεται σε
αυτούς με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προσφέρεται στους
ανταγωνιστές τους, με αποτέλεσμα να πλήπεται η ανταγωνιστική θέση αυτών
στην αγορά. Στην ίδια δε διάταξη αναφέρονται ενδεικτικά ωςί μορφές τέτοιου
είδους συμπεριφοράς η εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης και η αιφνίδια και
αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων, Ειδικότερα: α) Η
έννοια της οικονομικής εξαρτήσεως προϋποθέτει αφ* ενός την ύπαρξη μιας
ισχυρής επιχειρήσεως, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή και αφετέρου
την ύπαρξη μιας εξαρτημένης επιχειρήσεως, η οποία δεν διαθέτει ισοδύναμες
εναλλακτικές λύσεις, υπό πιν έννοια είτε όπ δεν προσφέρονται καθόλου
εναλλακτικές λύσεις, είτε ότι οι υπάρχουσες συνδέονται με σοβαρά
μειονεκτήματα για την εξαρτημένη επιχείρηση, δηλαδή η τελευταία δεν μπορεί να
προμηθεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από άλλη πηγή ή εάν μπορεί, τα
προμηθεύεται όχι με τους ίδιους αλλά με δυσμενέστερους όρους, οι οποίοι θα
έχουν ως αποτέλεσμα να περιέλθει η εξαρτώμενη επιχείρηση σε δυσμενή έναντι
των ανταγωνιστών της θέση. Τούτο έχει ως συνέπεια να μειώνεται σημαντικά η
ικανάτητά της να ανταπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί
να πιν οδηγήσει ακόμη και σε αδυναμία να συνεχίσει τη λειτουργία της. Η
οικονομική εξάρτηση λ.χ, εμπόρου από προμηθευτή μπορεί να προκύπτει από το
γεγονός ότι ο πρώτος έχει προσαρμόσει την επιχείρηση του στις ανάγκες
διάθεσης και προώθησης των προϊόντων του δευτέρου, λόγω της μακρόχρονης
συνεργασίας του και των επενδύσεων που έκανε, ώστε δεν θα μπορούσε να
στραφεί προς εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού, χωρίς να υποστεί σοβαρές
οικονομικές θυσίες. Οικονομική εξάρτηση υφίσταται επίσης και όταν ο μέχρι
τούδε πελάτης και μεταπωλητής των προϊόντων συγκεκριμένης επιχειρήσεως για
να ανταγωνισθεί αποτελεσματικά άλλους μεταπωλητές / διανομείς όμοιων ή
ομοειδών προϊόντων έχει την ανάγκη των προϊόντων της συγκεκριμένης
επιχειρήσεως, Και αυτό, διότι ία προϊόντα της τελευταίας αναμένεται από τους
καταναλωτές να συγκαταλέγονται οπωσδήποτε μεταξύ των προϊόντων, τα οποία
οι μεταπωλητές / διανομείς τους προσφέρουν (πωλούν) (πρβλ. ΕΑ 49/1997,
89/1997, 20/11/1998, 124/1998, 91/11/1999, 144/11/2000, 145/11/2000,
159/11/2000, 166/11/2000), β) Κατάχρηση σχέσεως οικονομικής εξαρτήσεως
υπάρχει όταν η ισχυρή επιχείρηση αττό την οποία μία ή περισσότερες
επιχειρήσεις εξαρτώνται, εκμεταλλεύεται την ισχύ, την οποία της δίνει η
αδυναμία της εξαρτημένης επιχειρήσεως, να διαθέτει άλλη ισοδύναμη
εναλλακτική λύση (κατά τα ανωτέρω), και αποκομίζει οφέλη για τον εαυτότης και
εις βάρος της εξαρτημένης επιχειρήσεως, τα οποία δεν θα αποκόμιζε αν υπήρχε
εναλλακτική λύση για την εξαρτώμενη επιχείρηση (πρβλ. ΕΑ 91/11/1999,
144/11/2000, 145/11/2000). Η ως άνω διάταξη αναφέρει ενδεικτικώς ως
περιπτώσεις καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της σχέσεως οικονομικής
εξαρτήσεως την επιβολή αυθαίρετων όρων των συναλλαγών, την διακριτική
μεταχείριση, δηλ. την άνιση (δυσμενή) μεταχείριση και την αιφνίδια και
αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρονίων σχέσεων (ΣΤΕ 128/2009, ΑΕΑ
6009/2001, ΕΠΑ 297/IV/2006, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αδικαιολόγητη
διακοπή σχέσης οικονομικής εξάρτησης υπάρχει όταν αυτή επέρχεται παρόλο
που η εξαρτώμενη επιχείρηση εκτελεί προσηκόντως τις συμβατικές της
υποχρεώσεις ή όταν με τη διακοπή της συνεργασίας δεν βελτιώνεται η
ανταγωνιστική θέση του αντισυμβαλλόμενου της εξαρτώμενης επιχείρησης και
αιφνίδια διακοπή συντρέχει εφόσον τούτη έλαβε χώρα με έκτακτη καταγγελία.
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3959/2011 που ισχύει από
20.4.2011 και συνεχίζει τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος δικαίου (άρθρα 1 και 2
ν. 703/1977), απαγορεύεται κάθε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, κάθε
απόφαση ενώσεων επιχειρήσεων και οποιασδήποτε μορφής εναρμονισμένη
πρακτική επιχειρήσεων, η οποία έχει ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την
παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Η απαγόρευση
δε αυτή περιλαμβάνει, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση περιπτώσεων που
περιέχεται στην ίδια διάταξη, μεταξύ άλλων τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των
τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό ή στον
έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των
επενδύσεων, γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού. Επίσης
είναι αδιάφορο αν πρόκειται για κάθετες ή οριζόντιες δεσμεύσεις στο επίπεδο
της παραγωγικής διαδικασίας (βλ. Λιακόπουλου, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ.
ε', σ. 512). Σύμφωνα με τα ανωτέρω η άρνηση πώλησης από παραγωγό ή
επιχείρηση που εισάγει αποκλειστικά τα προϊόντα του παραγωγού στη χώρα,
προς άλλη επιχείρηση, που εμπορεύεται χονδρικώς συναφή προϊόντα, αν είναι
αυθαίρετη (αδικαιολόγητη) και γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού, όττως προς
τον σκοπό ενισχύσεως άλλων χονδρεμπόρων που προμηθεύονται προϊόντα από
τους εν λόγω παραγωγό ή επιχείρηση, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 1
του ν. 146/1914. (βλ. σχ. ΕφΑΘ 6042/2002, ΝοΒ 2004. 47, ΕφΑΘ 8843/2004,
ΕλλΔνη 47. 543, ΕφΑΘ 2883/2004). Ακόμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
2 § 1 απαγορεύεται η από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις καταχρηστική
εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης αυτών στο σύνολο ή μέρους της αγοράς
της χώρας. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται κυρίως
στην εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδιαίτερα στην
αδικαιολόγητη άρνηση πωλήσεων, αγορών ή άλλων συναλλαγών, κατά τρόπο
ώστε κάποιες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση.
Από τη διάτας αυτή προκύπτει ότι η αρνούμενη την πώληση ή άλλες
συναλλαγές επιχείρηση θα πρέπει: Α) να κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σύνολο
ή μέρος της σχετικής αγοράς. Μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση όταν
είναι σε θέση να ενεργεί ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες
της, τους προμηθευτές της και, τελικά, τον καταναλωτή, η οποία μπορεί να
αυξάνει τις τιμές της πέραν του επιπέδου που αντιστοιχεί στις συνθήκες
ανταγωνισμού, να πωλεί προϊόντα κατώτερης ποιότητας ή να μειώνει τον δείκτη
καινοτομίας σε επίπεδο κατώτερο εκείνου που θα διατηρούσε σε μια
ανταγωνιστική αγορά. Η δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης εξετάζεται πάντοτε
σε σχέση με ορισμένη αγορά, η οποία οριοθετείται τόσο ως προς τα προϊόντα ή
τις υπηρεσίες (σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών), όσο και ως προς την
έκταση που καταλαμβάνει (σχετική γεωγραφική αγορά). Ετσι, η σχετική αγορά
προϊόντων και υπηρεσιών είναι αυτή που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή τις
υπηρεσίες που θεωρούνται ομοειδή και εναλλάξιμα από την άποψη της ζήτησης
ή της προσφοράς, λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής τους και της χρήσης για την
οποία προορίζονται, ενώ βασικό κριτήριο προς τούτο είναι η λειτουργική
εναλλαξιμότητα των προϊόντων. Η σχετική γεωγραφική αγορά ταυτίζεται με την
περιοχή μέσα στα όρια της οποίας δραστηριοποιούνται και ανταγωνίζονται οι
επιχειρήσεις ως πωλητές ή αγοραστές των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών,
υπό επαρκώς ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμού. Τα ιδιαιτέρως σημαντικά
: μερίδια αγοράς συνιστούν, αφ1 εαυτών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων,
απόδειίη περί ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης, καθώς η κατοχή ιδιαίτερα
σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό
; για περίοδο κάποιας διάρκειας, λόγω του όγκου παραγωγής και προσφοράς
που αντιπροσωπεύει - δεδομένου άτι οι κάτοχοι αισθητά μικρότερων μεριδίων
δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε
ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσατο σημαντικότερο μερίδιο
ι επιχείρηση- σε θέση ισχύος που την καθιστά αναγκαστικό εταίρο και, ήδη για το
λόγο αυτό, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την
ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση. Β) Η
επιχείρηση με την δεσπόζουσα θέση πρέπει να προβαίνει σε καταχρηστική
εκμετάλλευση αυτής στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της χώρας, δηλαδή να
κάνει χρήση των δυνατοτήτων που της παρέχει η εν λόγω θέση με τη
χρησιμοποίηση μέσων ή πρακτικών, που αποκλίνουν από αυτές του ομαλού
ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στη σχετική
αγορά, μεταβάλλοντας τους κανόνες ομαλής λειτουργίας της, με τελικό
αποτέλεσμα να φέρει εμπόδια ή να περιορίζει την ικανότητα των επιχειρήσεων
αυτών να ανταπεξελθουν στους κανόνες του ανταγωνισμού (ΟλΑΠ 2/1989 ΑρχΝ
1989. 140. ΕΠΑ 207/ΠΙ/2002 ΔΕΕ 2002. 284, ΕΠΑ 111/1998 ΔΕΕ 1998. 964,
ΔΕφΑΘ 1983/2010, ΔΕφΑΟ 2116/2004 ΔΕΕ 2005. 430, βλ Κοτσίρη, ό,π„ σ.
513, Δ Τζουγανάτου, Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του ν. 703/1977 και η
προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (ν. 1934/ 1991 και ν. 2000/1991),
ΕΕμπΔ ΜΓ 517-551, Α. Μικρουλέα, Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης του αρθρ;
2 του ν. 703/1977, ΧρίδΔ 2006.5).
Με τις ένδικες αιτήσεις οι αιτούντες εκθέτουν ότι είναι πρατηριούχοι
τσιγάρων και γενικά προϊόντων καπνού. Ότι ύστερα από πολυετή συνεργασία
με την καθ' ης, δυνάμει σχέσεως εμπορικής συνεργασίας που τους απηύθυνε
εγγράφως η τελευταία τον Απρίλιο του 2006, με όρους που η ίδια μονομερώς
έθεσε, οι αιτούντες προωθούσαν ατούς λιανοπωλητές τα ως άνω είδη, που
αγόραζαν χονδρικά από την καθ' ης, η οποία τα παράγει, εισάγει,
αντιπροσωπεύει και εμπορεύεται, κατέχοντας δεσπόζουσα θέση στη σχετική
αγορά καπνικών προϊόντων με μερίδιο αγοράς 30-4Wo. Ότι η καθ1 ης
αιφνιδιαστικά και αδικαιολόγητα στις 26-11-2012 τους κοινοποίησε ένδικη
καταγγελία, με την οποία τους ενημέρωνε ότι στα πλαίσια αναδιοργάνωσης του
συστήματος διανομής των προϊόντων της στις περιοχές Αθήνας, Πειραιά,
Θεσσαλονίκης και Πάτρας, αποφάσισε την καθιέρωση του συστήματος
αποκλειστικής διανομής, που εφαρμόζει στην επαρχία και ότι από 31-5-2013
διακόπτεται η συνεργασίας τους, αρνούμενη έκτοτε να τους προμηθεύσει με τα
ως άνω προϊόντα. Ζητούν δε, επικαλούμενο! ότι η ττιο πάνω συμπεριφορά της
καθ' ης, εξαιτίας της οποίας οι αιτούντες κινδυνεύουν άμεσα να τεθούν σε
μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στην ίδια περιοχή,
καθιστά άκυρη την ως άνω καταγγελία εμπορικής συνεργασίας, καθόσον, κατά
παράβασητων διάταξαν του νόμου και καταχρηστική εκμετάλλευση από την
καθ' ης της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκονται οι ίδιοι
(αιτούντες) προς αυτήν, αφού συνιστά αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή της
μακροχρόνιας μεταξύ τους εμπορικής σχέσης, καθώς και ότι οι ίδιοι με αυτόν τον
τρόπο θα οδηγηθούν σε αδυναμία άσκησης της πολύχρονης επαγγελματικής
τους δραστηριότητας και σε οικονομική τους καταστροφή, να υποχρεωθεί
προσωρινά η καθ' ης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της
ασκηθείσας τακτικής αγωγής τους, να συνεχίσει να τους προμηθεύει χονδρικά τα
τσιγάρα και προϊόντα καπνού, που κατασκευάζει και εμπορεύεται, σύμφωνα με
τους όρους ττου προβλέφθηκαν στην από 18-4-2006 εμπορική τους συνεργασία
ώστε να συνεχίσουν να τα προωθούν σε σημεία λιανικής πώλησης στον Πειραιά
και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξρδα σε βάρος της καθ' ης. Οι ως άνω
αιτήσεις αρμόδια και παραδεκτά φέρονται για συζήτηση κατά την παρούσα
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το
οποίο είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, ως το καθ' ύλη αρμόδιο Δικαστήριο
(αρθ. 682, 683 ΚΠολΔ) του τόπου όπου το αιτούμενο ασφαλιστικά μέτρο
πρόκειται να εκτελεστεί, ήτοι του τόπου π)ς εκούσιας συμμόρφωσης του εδώ
οφειλέτη (καθ' ης), δηλαδή του τόπου εκπλήρωσης της επίδικης παροχής
(προμήθειας και παράδοσης των ένδικων προϊόντων), που σύμφωνα με το
ουσιαστικό δίκαιο (αρθ. 320 ΑΚ) και την μεταξύ των διαδίκων από 18-4-2006
προσκομιζόμενη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας (βλ. τους από 1S-4-20Q6
«εμπορικούς όρους και ειδικούς όρους συνεργασίας), είναι ο τόπος της έδρας
της έδρας των αιτούντων (βλ. σχετ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, αρθ.
683 αριθ. 6), απορριπτόμενης της σχετικής περί του αντιθέτου ένστασης της καθ'
ης. Εξάλλου, οι αιτήσεις είναι νόμιμες, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην
αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη 1(011 συνεπώς πρέπει να εξεταστούν
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες με
τις προφορικά ασκηθείσες υπέρ των αιτούντων πρόσθετες παρεμβάσεις α) Του
σωματείου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΩΝ ΧΟΝΔΡΙΚΗ! ΠΩΛΗΣΗ
ΣΙΓΑΡΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ», του οποίου μέλη είναι οι αιτούντες και
β) σωματείου με την επωνυμία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΩΝ ΣΙΓΑΡΕΤΩΝ
ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ», οι οποίες ασκούνται παραδεκτά (αρθ. 80 ΚΠοΑΔ),
έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ των αιτούντων,
όπως προκύπτει από το σκοπότης σύστασης τους, που συνίσταται στην
οικονομική βελτίωση της θέσης των μελών του και των συνθηκών εργασίας τους
και την υπεράσπιση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, οικονομικών,
συνδικαλιστικών κλπ, (αλλά και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν
146/1914).
Στην προκείμενη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων
Δ. Γιαννακόπουλου και Χ. Κυρίτση, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων
στο ακροατήριο, τα έγγραφα που νομότυπα αυτοί προσκομίζουν, τις ομολογίες
τους, καθώς και από όλη γενικά τη συζήτηση της υπόθεσης, πιθανολογήθηκαν
τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ" ης εταιρεία έχει έδρα ήδη στον
Ασπρόπυργο Αττικής και αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία
βιομηχανικά παραγόμενων προϊόντων καπνού, δηλαδή τσιγάρα, πούρα και
καπνό για τσιγάρα, ως δικαιούχος σήματος ή έχοντας την εκμετάλλευση
σήματος, κατόπιν συμφωνίας. Τα προϊόντα αυτά, στα οποία περιλαμβάνονται τα
τσιγάρα MARLBORO, PHILIP MORRIS, PAPASTRATOS, MURATTI, NEXT,
BURGER SOHNE TRADING (βιομηχανικά παραγόμενα πούρα
συμπεριλαμβανομένων των oigarillos), διακινεί στην αγορά μέσω πρατηριούχων
ή μέσω τυπικών διανομέων ανππροσώπων. Στο Ν. Απικής και ειδικότερα στον
Πειραιά, τα προϊόντα της διακινούν, επί πολλά έτη (20 ετία), οι αιτούντες,
διατηρούν επιχείρηση (πρατήριο) χονδρικής πώλησης τσιγάρων, πούρων και
λοιπών προϊόντων καπνού. Οι αιτούντες προμηθεύονται τα προϊόντα αυτά από
την καθ' ης, με έκπτωση επί της λιανικής τιμής πώλησης και στη συνέχεια τα
προωθούν στους λιανοπωλητές της περιοχής. Το ποσοστό αυτό της έκπτωσης
αποτελεί και το περιθώριο κέρδους των ιδίων και των μεταπωλητών, Σχετικά με
την αγορά βιομηχανοποιημένων προϊόντων καπνού πιθανολογήθηκε ότι
διακρίνεται στις επιμέρους αγορές; ί) των τσιγάρων, ίί) των πούρων και
σιγαρίλλος, και ενδεχομένως και iii) του καπνού που προορίζεται για την
κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων (βλ ΕΑ 144/11/2000, ΕΑ
254/111/2003, Ευρωπαϊκή Επιτροπή COMP/ Μ. 1735 Seita/Tabacalera, COMP/M
3248 ΒΑΤ/ΕΤΙ, IV/M.1415 BAT/Rothrman^, COMP/M.3728 -
AutogriΙί/Altadis/AIdeasa κ.λπ,). Όσον αφορά στον ορισμό της σχετικής
γεωγραφικής αγοράς το σύνολο της ελληνικής επικράτειας αποτελεί αυτοτελή
αγορά (βλ και υποθέσεις Ευρωπαίκής Επιτροπής COMP/M.2779 - Imperial
Tobacco/Reemtsma Gigaretterifabriken, COMP/M.3191- Philip
Μοπϊς/Papastratos, COMP/ Μ. 1735 Seita/Tabacalera, IV/M.1415
BAT/RothTmar^). Σε ό,τι αφορά στον ανταγωνισμό στον κλάδο των
καπνοβιομηχανιών οι εγχώριες καπνοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην
Ελλάδα είναι οι εξής: Η καθ' ης εταιρία ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ (η οποία
εντάχθηκε στον πολυεθνικό όμιλο Philip Μοπίς το 2003, Απόφαση Ε.Επ
COMP/M. 3191, ενώ η ίδια εισάγει στην Ελλάδα από τα σήματα της Altac^, η
ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΚΑΡΕΛΙΑ ΑΕ, ΣΕΚΑΠ ΑΕ, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΘΑ ΑΕ και
ΚΕΡΑΝΗΧ ΑΕ (η οποία έχει διακόψει τη λειτουργία της), Τα μερίδια στη
συνολική αγορά των βιομηχανοποιημένων τσιγάρων πιθανολογήθηκε ότι είναι
για την καθ' ης εταιρία ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ 3040°/0. Εξάλλου, η διανομή των
προϊόντων καπνού στην Ελλάδα γίνεται με δύο τρόπους; Στα μεγάλα αστικά
κέντρα, Αθηνών, Πειραιώς, Πάτρας και θεσσαλονίκης η διανομή γίνεται μέσω
πρατηριούχων (χονδρική πώληση), όπως οι αιτούντες, οι οποίοι διαθέτουν όλα
τα βιομηχανοποιημένα τσιγάρα που διατίθενται στην ελληνική αγορά και
οφείλουν να προμηθεύουν με αυτά τα σημεία λιανικής πώλησης στη γεωγραφική
περιοχή τους. Για τους αιτούντες, εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι αυτοί
προμηθεύονται από η ν καθ' ης ποσοστό άνω του 60°/ο των καπνικών ειδών
που εμπορεύονται στην περιοχή της Αθήνας και Πειραιά. Εκτός αυτών των
γεωγραφικών ορίων, η διανομή γίνεται από αποκλειστικούς αντιπροσώπους
που διαθέτει κάθε καπνοβιομηχανία και εισαγωγική εταιρία και στις
περιπτώσεις απομακρυσμένων περιοχών από κοινούς διανομείς οι οποίοι
διατηρούν το δικαίωμα να εμπορεύονται και ανταγωνιστικά προϊόντα. Οι
περισσότερες εταιρίες παραγωγής ή/και εμπορίας ειδών καπνού μέχρι σήμερα,
συνήπταν συμβάσεις με τους αποκλειστικούς αντιπροσώπους και τους κοινούς
διανομείς, αλλά όχι με τους πρατηριούχους οι οποίοι λειτουργούσαν από
ίδρυσης τους βάσει μακροχρόνιας άτυπης καλής συνεργασίας, όπως στην
κρινόμενη υπόθεση που τέτοια συνεργασία υπήρχε μεταξύ των διαδίκων από
πολλών ετών (20 έτη}. Περαιτέρω, οι πρατηριούχοι είναι οργανωμένοι σε
Συνδέσμους/Ενώσεις Πρατηριούχων ανά γεωγραφική περιοχή, όπως στην
κρινόμενη υπόθεση τα προσθέτως παρεμβαίνοντα σωματεία, στο πρώτο από τα
οποία είναι μέλη και οι αιτούντες. Στις 184-2006 η καθ' Πς εταιρία, απηύθυνε
προς όλους ανεξαιρέτως τους συνεργάτες της πρατηριούχους Αθηνών, Πειραιώς,
Θεσσαλονίκης και Πατρών σχέδιο έγγραφης σύμβασης, το οποίο τιτλοφορείται
Εμπορικοί όροι και ειδικοί όροι συνεργασίας". Στο προοίμιο του σχεδίου
σύμβασης αναφέρονται τα εξής: "Αγαπητοί συνεργάτες,Με την παρούσα η
εταιρία μας... σας γνωστοποιεί τους ακόλουθους όρους οι οποίοι διέπουν όλες
τις παραγγελίες, παραδόσεις, πωλήσεις και εν γένει συναλλαγές σας με την Π,
σχετικά με τσιγάρα και εν γένει προϊόντα καπνού είτε παραγωγής της Π. είτε
παραγωγής τρίτων υπό διάφορα σήμστα. Εν συνεχεία το σχέδιο σύμβασης
ρυθμίζει τα εξής θέματα (εν περιλήψει): α) Παραγγελιών και παραδόσεων β)
Αποθήκευσης, συντήρησης και αποθεμάτων: Προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι: "2.
Ο πελάπτς υποχρεούται να εξασφαλίζει τη συνεχή προμήθεια των προϊόντων και
την κάλυψη της λιανικής ζήτησης. Για το σκοπό αυτό..., ο πελάτης θα διατηρεί
ανά πάσα στιγμή απόθεμα ανά κωδικό ικανό να καλύψει τη ζήτηση μέχρι την
ημέρα της επόμενης παράδοσης προϊόντων βάσει του τακτικού
χρονοδιαγράμματος παραδόσεων, Εξυπακούεται ότι για τον υπολογισμό του
αποθέματος δεν θα λαμβάνονται υπ' όψιν οι παραγγελίες προϊόντων, Η Π.
διατηρεί το δικαίωμα να πραγματοποιεί σχετικούς ελέγχους ..Λ γ) Ορων
πληρωμής - πιστώσεων - εξασφάλισης. Ορίζει τα ακόλουθα: "1. Η εξόφληση του
τιμήματος των προϊόντων θα γίνεται σύμφωνα με τους αποδεκτούς τρόπους
πληρωμής που θα γνωστοποιεί εκάστοτε η Π. προς τον πελάτη. Με την
επιφύλαξη των παραπάνω, ο γενικός τρόπος πληρωμής είναι μέσω επιταγής
εκδόσεως του πελάτη εις δισταγήν της Π., και υπό τον όρο είσπραξης αυτής. Η
εξόφληση με μετρητά δεν αποτελεί αποδεκτό τρόπο πληρωμής. 2. Η Π, δύναται
να παρέχει προς τους πελάτες πίστωση, η οποία εξαρτάται κατά περίπτωση από
διάφορα κριτήρια, όπως οικονομική επιφάνεια και φερεγγυότητα, προηγούμενο
ιστορικό πληρωμών, και καθορίζεται από την Π,, η οποία δύναται να τροποποιεί
τα όρια και τους όρους της παρεχόμενης πίστωσης κατά την εύλογη κρίση της.
Υπό την επιφύλαξη των παραπάνω, ο γενικός κανόνας είναι η παροχή πίστωσης
10 ημερών και, από 1-2-2006 8 ημερών. Σε περίπτωση νέων πελατών δεν θα
παρέχεται πίστωση και η Π. διατηρεί το δικαίωμα να ζητά προπληρωμή με την
έκδοση επιταγής ημέρας πριν την εκτέλεση της παραγγελίας ... 4. Σε κάθε
περίπτωση το ανεξόφλητο υπόλοιπο του πελάτη, ήτοι το σύνολο του
ανεξόφλητου τιμήματος προϊόντων που έχουν πωληθεί Και παραδοθεί στον
πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος προϊόντων που έχουν
παραγγελθεί από τον πελάτη δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο
ανεξόφλητου υπολοίπου ("πλαφόν") κατά τη στιγμή της παραγγελίας, όπως το
πλαφόν αυτό θα καθορίζεται από την Π. κατά την απόλυτη κρίση της, Το πλαφόν
κάθε πελάτη θα επανεξετάζεται από την Π. τουλάχιστον 1 φορά κάθε χρόνο. Σε
περίπτωση υπέρβασης του πλαφόν αυτού, η Π. δικαιούται να αρνηθεί την
εκτέλεση παραγγελιών ή να απαιτήσει την προπληρωμή του συνόλου της
παραγγελίας ή να λάβει άλλα νόμιμα μέτρα. 5. Το πλαφόν πρέπει να καλύπτεται
είτε από τραπεζική εγγυητική επιστολή εις πρώτη ζήτηση (Τραπεζική εγγύηση")
είτε από υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ("εμπράγματη ασφάλεια") είτε με
συνδυασμό των δύο είτε με άλλο τρόττο κατά την επιλογή της Π. ως ακολούθως:
Ποσό τραπεζικής εγγύησης χ 1,3 = πλαφόν, και/ή ύψος εμπράγματης ασφάλειας
χ 1 = πλαφόν. Τα παραπάνω ισχύουν από 1-12-2005, Η Π. θα γνωστοποιήσει
σε κάθε πελάτη το πλαφόν που πρέπει να καλυφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω
εντός του Ιουλίου - Αυγούστου 2005.6. Η Π. προτίθεται να καταργήσει σταδιακά
την κάλυψη με εμπράγματη ασφάλεια και να αποδέχεται μόνον τραπεζική
εγγύηση, δ) Ειδικών υποχρεώσεων για την εξασφάλιση της νόμιμης
κυκλοφορίας των προϊόντων: Προβλέπει μεταξύ άλλων ότι "4. Ο πελάτης
υποχρεούται: α) να μη μεταπωλεί προϊόντα σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο
γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει άτι εμπλέκεται καθ' οιονδήποτε τρόπο σε
παράνομο εμπόριο τσιγάρων και β) να μην πωλεί σε πελάτες του προϊόντα σε
ποσότητες που υπερβαίνουν πιν εύλογα αναμενόμενη νόμιμη ζήτηση από τον
συγκεκριμένο πελάτη για την προοριζόμενη αγορά λιανικής πώλησης.... 12. Ο
πελάπις θα ενημερώνει την Π. για την προοριζόμενη χρήση και για τα τμήματα
της αγοράς λιανικής πώλησης όπου προτίθεται να πωλήσει τα προϊόντα
("σχέδιο πωλήσεων"). Ο πελάτης θα παρέχει πλήρη στοιχεία των
μεταγενέστερων αγοραστών στους οποίους πωλούνται τα προϊόντα. Το σχέδιο
πωλήσεων θα ενημερώνεται σε τακτική βάση και θα γνωστοποιείται στην Π.
...14.0 πελάτης θα εφαρμόζει συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης των
πωλήσεών του, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Π. Επίσης, αποδέχεται ότι οι
πωλήσεις των προϊόντων από την Π. προς αυτόν θα υπόκεινται σε σύστημα
εντοπισμού και παρακολούθησης Και ότι η Π, μπορεί να παρέχει σχετικές
πληροφορίες προς αρμόδιες αρχές. Στα πλαίσια των εν λόγω συστημάτων
εντοπισμού και παρακολούθησης ο πελάτης μπορεί να υποχρεωθεί να σκανάρει
τα κιβώτια των προϊόντων (1) κατά την παραλαβή τους από την Π. και (2) κατά
την παράδοσή τους από τον πελάτη προς τους πελάτες του, καθώς και να
καταγράφει και να τηρεί τα σχετικά στοιχεία και πληροφορίες σε βάση
δεδομένων σύμφωνα με τις υποδείξεις της Π. ε) Του προσωποπαγούς
χαρακτήρα των συναλλαγών της Π. και του πελάτη της. στ) Εμπιστευτικότητας.
Ωστόσο, αν και οι αιτούντες ήταν συνεπείς στις απορρέουσες από την ως άνω
σύμβαση υποχρεώσεις τους προς την καθ' ης, η τελευταία αιφνιδιαστικά και
αδικαιολόγητα στις 26-11-2012 κοινοποίησε στους αιτούντες εξώδικη
καταγγελία, με την οποία τους ενημέρωνε ότι στα πλαίσια αναδιοργάνωσης του
συστήματος διανομής των προϊόντων της στις περιοχές Αθήνας, Πειραιά,
Θεσσαλονίκης και Πάτρας, αποφάσισε την καθιέρωση του συστήματος
αποκλειστικής διανομής, που εφαρμόζει στην επαρχία και ότι από 31-5-2013
διακόπτεται η μεταξύ τους συνεργασία, αρνούμενη έκτοτε να τους προμηθεύει με
τα ως άνω προϊόντα, τα οποία στο Ν. Αττικής θα προμηθεύονται από αυτή και
θα προωθούν (μεταπωλούν) περαιτέρω, όπως πιθανολογήθηκε, 3 αποκλειστικοί
διανομείς. Πιθανολογείται, εν προκειμένω, ότι οι αιτούντες πρατηριούχοι τελούν
σε σχέση οικονομικής εξάρτησης από την καθ" ης εταιρία για τους εξής λόγους.
Πρόκειται για μακρόχρονη οικονομική συνεργασία, περίπου 20 ετών. Οι
αιτούντες δεν μπορούν να επιβιώσουν στην εν λόγω αγορά διακινώντας μόνον
τα προϊόντα των λοιπών ανταγωνιστριών της καθ' ης, καθώς ναι μεν αυτά
αντιπροσωπεύουν ποσοστό περίπου 60%, πλην όμως η απουσία του λοιπού
40%, που προκύπτει από τα προϊόντα της καθ' ης, πέραν του μεγέθους της
άμεσης οικονομικής απώλειας που συνεπάγεται, είναι η απαρχή μιας περαιτέρω
οικονομικής απαξίωσης, με δεδομένες τις απαιτήσεις των πελατών να έχουν
πρόσβαση σε όλες τις μάρκες σιγαρέτων. Εξάλλου, η λειτουργία της επιχείρησης
των αιτούντων είναι συνδεδεμένη με τα προϊόντα της συγκεκριμένης
καπνοβιομηχανίας της καθ' ης, αφού τα προϊόντα της, ανεξάρτητα από το μερίδιο
συμμετοχής τους στον κύκλο εργασιών της επιχείρησης των αιτούντων, το οποίο
άλλωστε, είναι σημαντικό, είναι αναγκαία για την ανταγωνισπκότητά τους,
δεδομένου ότι λόγω της φήμης τους έχουν ιδιαίτερη ζήτηση από τους
καταναλωτές. Μετά δε τη διακοπή της συνεργασίας τους οι αιτούντες δεν
διαθέτουν ισοδύναμη εναλλακτική λύση για την προμήθεια των προϊόντων
τούτων, παρά μόνον από την ίδια την καθ' ης εταιρία. Δεν αποτελεί δε
ισοδύναμη εναλλακτική λύση η προμήθεια των προϊόντων από διανομείς της
επαρχίας ή από ανεξάρτητους χονδρεμπόρους, ή αποκλειστικούς διανομείς,
καθώς η προμήθεια από τους τελευταίους δεν μπορεί να γίνεται με τους ίδιους
όρους με αυτούς που προμηθεύονται από την καθ' ης, αλλά με δυσμενέστερους
όρους μη συμφέροντες για αυτούς, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περιέλευση
των εξαρτώμενων επιχειρήσεων (αιτούντων) σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με
τους ανταγωνιστές τους, που θα εξακολουθούν να αγοράζουν από την καθ' ης
χονδρικά με ευνοϊκότερους οικονομικούς όρους. Επίσης, πιθανολογείται ότι
συντρέχει και η προϋπόθεση της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της εν λόγω
εξαρτήσεως στην προκειμένη περίπτωση, η οποία συνίσταται α) στην
εκμετάλλευση από την καθ' ης της ισχύος, την οποία της δίνει η αδυναμία των
εξαρτημένων επιχειρήσεων των αιτούντων να διαθέτουν άλλη ισοδύναμη
εναλλακτική λύση (κατά τα ανωτέρω), ενώ η ίδια αποκομίζει οφέλη για τον εαυτό
της και εις βάρος των εξαρτημένων επιχειρήσεων, αφού οι τελευταίες τις
παραχωρούν εκ των πραγμάτων την μέχρι σήμερα διαμορφωμένη επί 20 έτη και
πλέον πελατεία (λιανοπωλητών, περιπτερούχων κλπ), τα οποία δεν θα
αποκόμιζε αν υπήρχε εναλλακτική λύση για τις εξαρτώμενες επιχειρήσεις των
αιτούντων, αλλά και β) στην αδικαιολόγητη και αιφνίδια διακοπή της
μακροχρόνιας εμπορικής σχέσης των διαδίκων με την ως άνω καταγγελία της
καθ' ης και ειδικότερα διότι αυτή έγινε παρότι οι αιτούνπ:ς ήταν πάντα συνεπείς
στις εκ της μεταξύ τους εμπορικής συνεργασίας απορρέουσες υποχρεώσεις και
χωρίς να χορηγηθεί σ' αυτούς, σε κάθε περίπτωση, ο απαιτούμενος χρόνος
ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ο χρόνος δε των 6 μηνών που τους
δόθηκε με την ως άνω από 26-11-2012 καταγγελία δεν πιθανολογείται στην
κρινόμενη περίπτωση αρκετός, ώστε οι αιτούντες να έχουν τη δυνατότητα να
αποσβέσουν σημαντικό μέρος των επενδύσεων στις οποίες υποβλήθηκαν
εξαιτίας της συγκεκριμένης συνεργασίας, ενόψει της πολυετούς άσκησης από
αυτούς της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, της αδυναμίας να
βρουν εναλλακτική λύση λόγω του μεγάλου όγκου των συναλλαγών που
καταλαμβάνει η προμήθεια από αυτούς των προϊόντων της καθ' ης και η
προώθηση αυτών προς το λιανικό εμπόριο και της απουσίας άλλου προμηθευτή
στην ελληνική αγορά των ένδικων προϊόντων με όρους που δεν θα πλήπουν την
ανταγωνιστική θέση των αιτούντων στην αγορά. Σύμφωνα με τα ανωτέρω,
πιθανολογήθηκε επίσης ότι η ως άνω συμπεριφορά της καθ' ης, είναι αντίθετη
και στους κανόνες του ανταγωνισμού στο μέτρο που η διακοπή της μεταξύ αυτής
και των αιτούντων εμπορικής συνεργασίας, καθιστά την προμήθεια αυτών των
προϊόντων, που συγκροτούν το 60°/ο του όγκου των συναλλαγών των αιτούντων,
αδύνατη και ακυρώνουν το βασικό γνώρισμα των πρατηρίων και κυρίαρχο
πλεονέκπιμα από ιην άποψη του ανταγωνισμού του συγκεκριμένου
επαγγελματικού κλάδου, δηλαδή τη δυνατότητα να προσφέρουν στους πελάτες
τους (περίπτερα, ψιλικά κ.λπ.) όλο τα είδη, δηλ. όλες τις μάρκες σιγαρέτων και
ειδικότερα αυτές που έχουν μεγάλη ζήτηση, όπως της καθ' ης και συνιστά
πρακτική της επιχείρησης της καθ' ης, ττου συνεπάγεται, με τον περιορισμό της
διάθεσης των προϊόντων που η ίδια αποκλειστικά ως παραγωγός/έμπορος
διαθέτει στην εγχώρια αγορά σε βάρος των αιτούντων χονδρεμπόρων, τον
περιορισμό του ανταγωνισμού. Στην προέκταση εξάλλου της ίδιας συλλογιστικής
η σημαντική μείωση του αριθμού των πρατηρίων, που συνεπάγεται ο ελλιπής
εφοδιασμός τους με τα επίμαχα προϊόντα θα οδηγήσει σ η μετατροπή ενός
υπάρχοντος ευρέως πολυπωλίου σε ένα ολιγοπώλιο, επιπλέον στην αδυναμία
των αιτούντων να ασκήσουν την μέχρι σήμερα επιχειρηματική τους
δραστηριότητα και συνακόλουθα στην ανεπανόρθωτη οικονομική τους ζημία.
Κατ" ακολουθίαν, η παραπάνω συμπεριφορά της καθ'ης εταιρείας, με την
καταγγελία και διακοπή της μεταξύ αυτής και των αιτούντων πολυετούς
εμπορικής συνεργασίας, την άρνηση διάθεσης των προϊόντων της στους
αιτούντες και τη διάθεση αυτών σε αποκλειστικούς διανομείς, περιορίζει την
ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων των αιτούντων στην αγορά, ενόψει των
όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά σε προηγούμενη σκέψη και συνιστά
καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης της επιχείρησης
τους αττό αυτή, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 18* του Ν 146/1914
και αρθ. 1 του Ν 3959/2011 και συνεπώς η ως άνω καταγγελία είναι άκυρη. Με
βάση τα παραπάνω οι αιτήσεις και οι πρόσθετες υπέρ αυτών προφορικά
ασκηθείσες παρεμβάσεις πρέπει να γίνουν δεκτές ως και ουσιαστικά βάσιμες,
κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και να συμψηφισθούν τα δικαστικά
έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία
των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (αρθ. 179 ΚΓΊολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση των με αριθμό κατάθεσης Α)
623/2013 Β) 625/2013 Γ) 626/2013 Δ) 627/2013 Ε)630/2013 ΣΤ)1663/2013
Ζ)1755/2013 Η) 860/2013, θ) 858/2013 αιτήσεων και των πρόσθετων
παρεμβάσεων των σωματείων με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΩΝ
ΧΟΝΔΡΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗ ΣΙΓΑΡΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ» και
«ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΩΝ ΣΙΓΑΡΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ»,που
ασκήθηκαν προφορικά.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ά,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις αιτήσεις και τις ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ προσωρινά την καθ 'ης να συνεχίζει και μετά την 31-5-
2013 να προμηθεύει στους αιτούντες χονδρικά τα τσιγάρα και προϊόντα καπνού
που κατασκευάζει και εμπορεύεται, σύμφωνα με τους από 18-4-2006
«εμπορικούς όρους και ειδικούς όρους συνεργασίας».
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη και
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στις
Ά ..Ιανουαρίου 2014 με την παρουσία της γραμματέα
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ (Για πι δημοσίευση) Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

πηγή: http://www.synpeka.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ

ΑΘΗΝΑ, ΑΤΤΙΚΗ, Greece